Σάββατο 17 Φεβρουαρίου 2018

Dear Dirty Dublin


Δουβλίνο, η πόλη της ποίησης και της λογοτεχνίας. Η πόλη του Τζέημς Τζόυς, του Όσκαρ Ουάιλντ, του Τζόναθαν Σουίφτ, του Σάμιουελ Μπέκετ, του Τζώρτζ Μπέρναρντ Σω, του Γουίλιαμ Μπάτλερ Γέητς κ.α.. Αγαπημένο βρωμοδουβλίνο το αποκαλούσε ο Τζόυς, που το περιέγραψε με τόση λεπτομέρεια μέσα από το μυθιστόρημα του, τον Οδυσσέα.

«Αυτό που θέλω», είπε ο Τζόυς καθώς κατηφορίζαμε την Universitatsstrasse, «είναι να δώσω μια τόσο πλήρη εικόνα τον Δουβλίνου, ώστε αν μια μέρα συνέβαίνε ξαφνικά η πόλη να εξαφανιστεί από προσώπου γης να μπορεί να αναστηλωθεί μέσα απ’ το βιβλίο μου.»
Frank Budgen, The Making of Ulysses, Indiana U. Press, 1960, σ. 67,

Αυτή την πόλη, στην οποία ρέει άφθονα η μεθυσμένη με μπύρα λογοτεχνία, κατέγραψε σε εικόνες το μάτι του φωτογραφικού φακού, διανθισμένες με κείμενα από τον Οδυσσέα του Τζόυς.




Πύργος Martello στο Sandycove, Δουβλίνο

Καμαρωτός, ο γιομάτος Μπακ Μάλλιγκαν παρουσιάστηκε στο κεφαλόσκαλο, κουβαλώντας ένα κύπελλο με σαπουνάδα που πάνω του ένας καθρέφτης κι ένα ξυράφι ακουμπούσαν σταυρωτά.
Μια κίτρινη ρόμπα, λυτή, κρατιόταν ανάλαφρα πίσω του από το ήπιο πρωινό αγέρι.
Ύψωσε το κύπελλο στον αέρα και έψαλε:

— Introibo ad altare Dei.

Διέκοψε, έψαξε με τα μάτια κατά την σκοτεινή γυριστή σκάλα και φώναξε άγρια:

— Ανέβα πάνω, Κιντς. Ανέβα πάνω, απαίσιε Ιησουίτη.

Με επισημότητα προχώρησε πιο μπροστά και καβαλλίκεψε την στρογγυλή πολεμίστρα.
Ατένισε ολόγυρα και ευλόγησε με σοβαρό ύφος τρεις φορές τον πύργο, την γύρω εξοχή και
τα αφυπνιζόμενα βουνά. Ύστερα, μόλις πήρε το μάτι του τον Στήβεν Δαίδαλο, έγειρε προς
την μεριά του και έκανε γρήγορους σταυρούς στον αέρα, γουγλουκίζοντας με τον λαιμό του
και κουνώντας το κεφάλι του.

(Οδυσσέας, κεφ. 1, Τηλέμαχος)





Πύργος Martello


Ο Χέηνς ρώτησε:
— Πληρώνετε ενοίκιο γι ’ αυτόν τον πύργο;
— Δώδεκα λίρες, είπε ο Μπακ Μάλλιγκαν.
— Στον υπουργό πολέμου, πρόσθεσε πάνω από τον ώμο του ο Στήβεν. Κοντοστάθηκαν ενώ ο Χέηνς επιθεωρούσε τον πύργο μέχρι που στο τέλος είπε:
— Θα κάνει ένα βρωμόκρυο τον χειμώνα, έτσι μου φαίνεται. Μαρτέλλο δεν τον λέτε;
— Ο Μπίλλυ ο Πιτ έβαλε και τους έχτισαν, είπε ο Μάλλιγκαν, τον καιρό που οι Γάλλοι κυριαρχούσαν στην θάλασσα. Αλλά ο δικός μας είναι ο ομφαλός.

(Οδυσσέας, κεφ. 1, Τηλέμαχος)




Oscar Wilde, Merrion Square, Δουβλίνο.


Μ’ ενα καινούργιο γέλιο τράβηξε τον καθρέφτη από τα εξεταστικά μάτια τού Στήβεν.
— Η μανία του Κάλλιμπαν που δέν αναγνωρίζει το πρόσωπο του μες στον καθρέφτη, είπε.
Μόνο που ό Wilde δεν ζει πιά για να σε δει.

[...]

— Πφφφ! ειπε ο Μπακ Μάλλιγκαν. Ξεφύγαμε από τον Wilde και τις παραδοξολογίες.
Είναι εντελώς απλό. Άποδεικνύει με την ’Άλγεβρα ότι ο εγγονός του ’Άμλετ είναι ο παππούς του Σαίξπηρ και ότι αυτός ο ίδιος είναι το φάντασμα του πατέρα του.

(Οδυσσέας, κεφ. 1, Τηλέμαχος)






Εκκλησία Αγίου Γεωργίου, Δουβλίνο


Ένα σύννεφο άρχισε να καλύπτει τον ήλιο, γεμάτα, αργά, γεμάτα. Γκρίζο. Μακριά

[...]

Κάτι τρίζει και σβουρίζει υπόκωφα ψηλά στον αέρα. Οι καμπάνες της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου. Χτυπούσαν την ώρα: ηχηρό σκούρο σίδερο.
Χάι χο! Χάί χο!
Χάί χο! Χάί χο!
Χάί χο! Χάί χο!

Παρά τέταρτο. Να το πάλι. Το υπερτόνιο συνέχισε μες στον αέρα, μια τρίτη.

(Οδυσσέας, κεφ. 4, Καλυψώ)



......μπορεί κάποια μέρα να γυρίσει σπίτι και να τον έχουν απολύσει και από τον Ελεύθερο ’Άνθρωπο όπως και από τόσες άλλες θέσεις εξ αιτίας τής οργάνωσης των εθνικιστών τής Σίν Φέιν ή των μασόνων τότε θα δούμε αν ο ανθρωπάκος πού μου έδειξε να τρέχει μούσκεμα μες στη βροχή ολομόναχος κοντά στην οδό Κόουντυς θα τον βοηθήσει πού λέει πώς είναι τόσο ικανός και πώς είναι ειλικρινής ’Ιρλανδός πατριώτης πράγματι αν κρίνει κανείς από την ειλικρίνεια των παντελονιών πού είδα πώς φόραγε στάσου να οι καμπάνες τής εκκλησίας τού Άι Γιώργη στάσου τρία τέσσερα στάσου χτύπησε δύο λοιπόν ωραία ώρα να γυρίζει σπίτι του μέσα στη νύχτα και να πηδάει το φράχτη με τα κάγκελα αν τον έβλεπε κανείς στη γειτονιά θα τού την κόψω αυτή τη συνήθεια αύριο πρώτα θα εξετάσω το πουκάμισό του για να δω ή θα κοιτάξω αν έχει ακόμα εκείνο το προφυλακτικό στο πορτοφόλι του υποθέτω πώς πιστεύει ότι δεν το ξέρω απατεώνες άντρες όλες οι είκοσι τσέπες τους δεν αρκούν για τα ψέματά τους υστέρα γιατί να τούς λέμε την αλήθεια δεν πρόκειται να σε πιστέψουν χώνονται μέσα στο κρεβάτι σαν εκείνα τα μωρά.....

(Οδυσσέας, κεφ. 18, Πηνελόπη)






Bachelor's walk με φόντο την Bachelors Inn pub


Τί του προσέδωσε ανακούφιση όταν κάθησε;
Η αγνότητα, η γύμνια, η στάση, η ηρεμία, η νιότη, η χάρη, το φύλο, η συμβουλή ενός όρθιου
αγάλματος στό κέντρο του τραπεζιού, που απεικόνιζε το Νάρκισσο, αγορασμένο σε
πλειστηριασμό από τον Π.Α. Ρεν, Μπάτσελορς Γουώκ 9.

(Οδυσσέας, κεφ. 17, Ιθάκη)


ΠΑΝΤΥ ΝΤΙΓΚΝΑΜ: (Σοβαρά.) Κάποτε δούλευα υπάλληλος στον δικηγόρο κύριο Τζών Χένρυ Μέντον, εντεταλμένο για ένορκους βεβαιώσεις και καταθέσεις, οδός Μπάτσελορς 27. Τώρα απεβίωσα λόγω υπερτροφίας του καρδιακού διαφράγματος. Κρίμα. Η καημένη η γυναίκα μου δέχτηκε ολέθριο κτύπημα. Πώς το άντεξε; Κρύψτε της την μπουκάλα με το σέρυ. (Κοιτάζει ολόγυρά του.) Έναν φανοστάτη. Πρέπει να ικανοποιήσω μιά ζωώδη ανάγκη. Ο οργανισμός μου δεν σηκώνει αυτό το βουτυρόγαλα.

(Οδυσσέας, κεφ. 15, Κίρκη)





Γέφυρα O'Connell, ποταμός Liffey



Όταν έφτασε στη γέφυρα Ο’Κόννελλ μιά μπάλα καπνού ανέβαινε από το στηθαίο. Μαούνα της ζυθοποιίας φορτωμένη μαύρη μπύρα γιά εξαγωγή. Γιά την Αγγλία. Φαίνεται πως ο θαλασσινός αέρας την ξυνίζει. Μιά επίσκεψη θα ήταν άκρως ενδιαφέρουσα, αν κατάφερνα κάποτε νά εξασφαλίσω από τον Χάνκοκ τη σχετική άδεια. Διαφορετικός κόσμος, με πλήρη οργάνωση. Περίφημες αυτές οι δεξαμενές μπύρας. Ακόμα και τα ποντίκια τα καταφέρνουν να μπουν. Πίνουνε τον άγκλέουρα μέχρι που πρήζονται σαν πνιγμένα σκυλιά. Πίνουνε μέχρι σκασμού. Πίνουν μέχρι να ξεράσουν, σαν χριστιανοί. Σκέψου να πιείς κι εσύ κατόπιν από την ίδια! Ποντίκια μες στη δεξαμενή. Αν ξέραμε πόσα και πόσα γίνονται γύρω μας.

(Οδυσσέας, κεφ. 8, Λαιστρυγόνες)






Ποταμός Liffey

Κοιτάζοντας κάτω είδε τους γλάρους να χτυπάνε με δύναμη τα φτερά τους καθώς πετούσαν κοντά στους γυμνούς τοίχους της άποβάθρας. Τρικυμία στ’ ανοιχτά. Αν εκανε μια βουτιά; Ο γιός του Ρουβήμ Τζ. πρέπει να την έκανε τούμπανο, πίνοντας αυτά τα βρωμόνερα. Ένα σελλίνι και οχτώ πέννες παραπάνω. Χα, χα! Το αστείο βρίσκεται στον τρόπο που το ξεφουρνίζει. Επίσης ξέρει τον τρόπο να διηγηθεί μιαν ιστορία. Τώρα πετάνε χαμηλότερα. Ψάχνουν για φαγητό. Περίμενε. Έριξε ανάμεσά τους ενα μπαλάκι από τσαλακωμένο χαρτί. Ο Ήλίας ερχεται, τριάντα δύο πόδια ανά δευτερόλεπτον. Μπα, καμία αίσθηση. Το περιφρονημένο μπαλάκι χτύπησε στις αυλακιές των κυμάτων και χάθηκε πλέοντας κάτω από τους πυλώνες της γέφυρας. Δεν είναι κορόιδα. Όπως την ημέρα που τους πέταξε εκείνο το μπαγιάτικο κέικ από το καράβι Ο Βασιλιάς του Έριν, το αρπάξανε μέσα στο αυλάκι του νερού είκοσι μέτρα πιο πίσω. Ζούνε με ό,τι λάχει. Στριφογύριζαν πετώντας.

(Οδυσσέας, κεφ. 8, Λαιστρυγόνες)

[...]

Στάσου. Αυτά τα κακόμοιρα τα πουλιά. Στάθηκε και αγόρασε από την πωλήτρια των μήλων δύο κουλούρια, δύο στην πέννα, έσπασε την εύθραυστη ζύμη και πέταξε τα κομμάτια στο ποτάμι. Βλέπεις τι γίνεται; Οι γλάροι όρμησαν αθόρυβα από. τα ύψη τους, πρώτα δύο, ύστερα όλοι, κι έπεσαν πάνω στη λεία τους. Τελείωσε. Δεν έμεινε ψίχουλο.

(Οδυσσέας, κεφ. 8, Λαιστρυγόνες)

[...]

Στριφογύριζαν, χτυπώντας αδύναμα τα φτερά τους. Δεν πρόκειται να τους πετάξω κι άλλα. Μία πέννα είναι αρκετή. Εξ άλλου, μου πρόσφεραν τόσες ευχαριστίες. Ούτε ένα κρώξιμο. Μεταδίδουν κι αυτοί την ασθένεια του αφθώδους πυρετού. Λένε ότι αν ταΐσεις μια γαλοπούλα με αλεύρι από κάστανα, τότε το κρέας της παίρνει τη γεύση τους. Όπως όταν κανείς τρώει γουρούνι, γίνεται κι αυτός γουρούνι. 'Όμως, γιατί τα ψάρια του αλμυρού νερού δεν είναι αλμυρά; Πώς γίνεται;

(Οδυσσέας, κεφ. 8, Λαιστρυγόνες)






Ακτή Σαντυμάουντ

Μήπως βαδίζοντας στην ακτή του Σάντυμάουντ οδεύω για την αιωνιότητα;

(Οδυσσέας, κεφ. 2, Νέστωρ)


Μέσα από τις αμμουδιές όλου του κόσμου, έχοντας στην πλάτη το φλεγόμενο σπαθί του ήλιου, όλο δυτικά, αποδημώντας σε νυχτωμένες χώρες. Και σέρνει εκείνη, αποσπά, τραβάει, έλκει, ρυμουλκεί το φορτίο της. Μια παλίρροια που φεύγει δυτικά, καθώς την οδηγεί η σελήνη με το φως της. Παλίρροιες, μυριάδες νησιά εντός της, αίμα όχι το δικό μου, οίνοπα πόντον, μια κρασοσκότεινη θάλασσα.

(Οδυσσέας, κεφ. 3, Πρωτέας)


Τετράλεξη κυματομιλία: σσηησοο, χρσσσ, ρσσσιιάιςς, οοουςς.

(Οδυσσέας, κεφ. 3, Πρωτέας)







Howth, φάρος


Το καλοκαιρινό δειλινό είχε αρχίσει να τυλίγει τον κόσμο στο μυστηριώδες του αγκάλιασμα. Πέρα μακριά στη δύση ο ήλιος εβασίλευε και οι τελευταίες ανταύγειες μιας μέρας πού βιαζόταν να φύγει καθυστερούσαν ερωτιάρικα πάνω στη θάλασσα και την ακρογιαλιά, πάνω στο περήφανο ακρωτήριο του αγαπημένου γερικου Χάουθ, που όπως πάντα επιτηρούσε τα νερά του κόλπου, τους χορταριασμένους βράχους της παραλίας του Σάντυμαουντ και, πιό πολύ απ' ολα, τη σιωπηλή εκκλησία, απ’ όπου, μέσα στη σιγαλιά, ανάβρυζε πότε-πότε ο ήχος της προσευχής προς εκείνη, η οποία, μέσα στην καθάρια ακτινοβολία της, στέκει πάντα σαν φάρος στην θυελλοδαρμένη καρδιά του ανθρώπου, τη Μαρία, το θαλάσσιο οίστρο.

[...]

Χάουθ. Τά φώτα τού φάρου τού Μπέιλυ. Δύο, τέσσερα, εξι, οχτώ, εννιά. Κοίτα. Πρέπει νά μεταβάλλονται, αλλιώς μπορεί νά τό έκλάβει κανείς γιά κάποιο σπίτι. Οί ναυαγιαιρέτες.

[...]

Ήταν σαν τις ζωγραφιές, τις οποίες συνήθιζε να ζωγραφίζει εκείνος ο άνθρωπος πάνω στο πεζοδρόμιο με κιμωλίες όλων των χρωμάτων και ήταν τόσο κρίμα να τις αφήνει εκεί να σβήσουν ύστερα από λίγο, η εσπέρα και τα σύννεφα που έρχονταν από μακριά και ο φάρος του Μπέιλυ στο ακρωτήριο Χάουθ και ο ήχος της μουσικής και το άρωμα του λιβανιού που έκαιγαν στην εκκλησία σαν αρωματισμένη αύρα.

(Οδυσσέας, κεφ. 13, Ναυσικά)






Howth


Θεέ μου, είπε ήρεμα. Η θάλασσα δεν είναι έτσι όπως την αποκαλεί ο Άλτζυ, η γκρίζα γλυκειά μας μάνα; Η μυξοπράσινη θάλασσα. Η αρχιδοσφίχτρα θάλασσα. Επί οίνοπα πόντον . Ω, Ντένταλους, οι Έλληνες. Πρέπει να σου τους γνωρίσω. Πρέπει να τους διαβάσεις στο πρωτότυπο. Θάλαττα! Θάλαττα! Είναι η μεγάλη γλυκειά μας μάνα. Έλα να την κοιτάξεις.

(Οδυσσέας, Κεφ. 1, Τηλέμαχος)



Αναπόδραστος στάσις του ορατού: τουλάχιστον αυτό αν όχι κάτι παραπάνω, σκέψη δια των ματιών μου. Τις υπογραφές στο κάθε τι βρίσκομαι εδώ για να διαβάσω, στης θάλασσας το γόνο και στης θάλασσας τη σύρτη, στην παλίρροια που φουσκώνει, σε τούτο το σκεβρωμένο στιβάλι. Μυξοπράσινο, ασημογάλανο, σκουριασμένο: χρωματισμένα σημάδια. Όρια του διαφανούς.

(Οδυσσέας, κεφ. 2, Νέστωρ)












Κολέγιο Trinity



ΜΠΛΟΥΜ: ’Ώ, ξέρω. Τό μαντρόσκυλο βρίσκεται στο πόστο του. “Όμως, είναι φοιτητής τού κολλεγίου Τρίνιτυ. Πρόκειται για τούς καλύτερους πελάτες τού καταστήματος σου. Οι κύριοι πού πληρώνουν το ενοίκιο. (Κάνει ένα μασονικό σχήμα.) Καταλαβαίνεις τι εννοώ; Ανεψιός του αντιπρύτανη. Δεν θέλεις να γίνει σκάνδαλο.


ΜΠΕΛΛΑ: (’Οργισμένα.) Τού κολεγίου Τρίνιτυ! Κουβαλιούνται εδώ μέσα μετά τις λεμβοδρομίες και τα κάνουν λαμπόγυαλο χωρίς να πληρώσουν δεκάρα. Εσύ κάνεις κουμάντο εδώ μέσα; Πού είναι αυτός; Θα τον καταγγείλω. Θα τον ξεφτιλίσω, θα δει.

(Οδυσσέας, κεφ. 15, Κίρκη)



Το χαμόγελό του έσβησε καθώς προχωρούσε, κι ένα βαρύ σύννεφο έκρυψε αργά τον ήλιο, σκιάζοντας τη σκυθρωπή πρόσοψη του κολεγίου Τρίνιτυ. Τα τραμ διασταυρώνονταν, ανέβαιναν, κατέβαιναν, κουδούνιζαν. Δεν ωφελούν τα λόγια. Τα πράματα τραβούν το δρόμο τους· μέρα με τη μέρα· ομάδες αστυφυλάκων αρχίζουν τη βάρδια τους, τελειώνουν τη βάρδια τους· τα τραμ ανεβαίνουν και κατεβαίνουν.

(Οδυσσέας, κεφ. 8, Λαιστρυγόνες)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πρόσφατα σχόλια